- άισος
- ἄισος -ον (Α)ο άνισος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄισος — ἄϊσος , ἄισος unlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… … Dictionary of Greek
'ίσως — ἀΐσως , ἄισος unlike adverbial ἀΐσως , ἄισος unlike masc/fem acc pl (doric) ἐΐσως , ἔισος alike adverbial ἐΐσως , ἔισος alike masc acc pl (doric) ἐί̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἐί̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίσω — ἀΐσω , ἄισος unlike masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀΐσω , ἄισος unlike masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱ίσω , ἀείδω il.Parv.. aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. aor subj act 1st sg ἀείδω il.Parv.. fut ind act 1st sg ἀείδω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄισον — ἄϊσον , ἄισος unlike masc/fem acc sg ἄϊσον , ἄισος unlike neut nom/voc/acc sg ἀείδω il.Parv.. aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ᾄσοι — ἄϊσοι , ἄισος unlike masc/fem nom/voc pl ᾄσοῑ , ἀείδω il.Parv.. fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)